Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είναι πηγές τα αποθέματα των οποίων ανανεώνονται φυσικά, και οι οποίες συνεπώς θεωρούνται πρακτικά ανεξάντλητες. Στην κατηγορία αυτή, η σημασία της οποίας για τη βιωσιμότητα του πλανήτη έχει πλέον συνειδητοποιηθεί ευρέως, συγκαταλέγονται ο ήλιος, ο άνεμος, τα ποτάμια, οι οργανικές ύλες όπως το ξύλο και τα απορρίμματα οικιακής και γεωργικής προέλευσης.

Πρόκειται για τις πρώτες μορφές ενέργειας που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Στις αρχές του 20ου αιώνα, με καταλυτική εξέλιξη την ανακάλυψη των μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου, ο κόσμος στράφηκε αποφασιστικά στη χρήση μη ανανεώσιμων πηγών, κυρίως άνθρακα και υδρογονανθράκων.

Δύο ήταν οι κρίσιμοι παράγοντες στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ΑΠΕ, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο πρώτος ήταν το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας: οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις, του 1973 και του 1979-80, οδήγησαν τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες να αναθεωρήσουν την απόλυτη εξάρτηση τους από τα ορυκτά καύσιμα, και ιδιαίτερα το πετρέλαιο. Οι χώρες-προμηθευτές -κατά κύριο λόγο τα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου- δεν ήταν ποτέ απολύτως αξιόπιστοι σύμμαχοι της Δύσης. Η τελευταία τριακονταετία στην περιοχή, με την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού που είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά της, έχει εντείνει περαιτέρω την ενεργειακή ανασφάλεια των ανεπτυγμένων χωρών σχετικά με τις μη ανανεώσιμες πηγές.

Το δεύτερο στοιχείο που οδήγησε στην ολική επαναφορά των ΑΠΕ είναι, φυσικά, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχει αναχθεί σε κορυφαία προτεραιότητα της διεθνούς κοινότητας. Ο ενεργειακός τομέας είναι ο κύριος υπεύθυνος για τη ρύπανση του περιβάλλοντος, καθώς σχεδόν το 95% της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που οδηγεί στην υπερθέρμανση του πλανήτη οφείλεται στην παραγωγή, το μετασχηματισμό και τη χρήση των συμβατικών καυσίμων.

Τα πλεονεκτήματα των ΑΠΕ

Τα βασικά πλεονεκτήματα της χρήσης ΑΠΕ είναι τα εξής:
•    Συμβολή στη μείωση της εξάρτησης από συμβατικούς, μη ανανεώσιμους ενεργειακούς πόρους
•    Συμβολή στην άμβλυνση του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς συνεισφέρουν στον περιορισμό της εκπομπής των 6 αερίων του θερμοκηπίου (CO2, CH4, N2O, HFCs, PFCs, SF6) στην ατμόσφαιρα
•    Συνεισφορά στην ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας και της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού σε εθνικό επίπεδο
•    Αποκέντρωση του ενεργειακού συστήματος, εξαιτίας της γεωγραφικής τους διασποράς, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα κάλυψης των ενεργειακών αναγκών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο και τη συνεπακόλουθη ανακούφιση των συστημάτων υποδομής και τον περιορισμό των απωλειών από τη μεταφορά ενέργειας
•    Δυνατότητα ορθολογικής αξιοποίησης των ενεργειακών πόρων, με διαφορετικές λύσεις για διαφορετικές ενεργειακές ανάγκες (για παράδειγμα χρήση ηλιακής ενέργειας για θερμότητα χαμηλών θερμοκρασιών, χρήση αιολικής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή κ.ά.)
•    Χαμηλό λειτουργικό κόστος που δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομίας και ειδικότερα των τιμών των συμβατικών καυσίμων
•    Συνεισφορά στην αναζωογόνηση οικονομικά και κοινωνικά υποβαθμισμένων περιοχών με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προσέλκυση ανάλογων επενδύσεων (π.χ. καλλιέργειες θερμοκηπίου με τη χρήση γεωθερμικής ενέργειας).

Η κατάσταση στην Ευρώπη

Σύμφωνα με στοιχεία του 2007 η Ισπανία ήδη παράγει 17,2% του ηλεκτρισμού που καταναλώνει χρησιμοποιώντας ΑΠΕ. Ο εθνικός της στόχος για το 2010 είναι να φτάσει το 29,4%, κάτι που θεωρείται μάλλον απίθανο, σύμφωνα με τους αναλυτές της NEF (συγκεκριμένα, δίνουν πιθανότητες επιτυχίας 22%).

Η Ιταλία ήδη παράγει το 16,5% του ηλεκτρισμού της με «πράσινες» πηγές. Ο στόχος των Ιταλών για το 2010 είναι το 25%, με τη NEF να δίνει μόνο 20%. Η Γαλλία παράγει το 11,0% του ηλεκτρισμού της μέσω ΑΠΕ, με στόχο το 21% για το 2010 (επίσης θεωρείται ανέφικτος από τους αναλυτές). Τέλος, οι Γερμανοί βρίσκονται στο 10,4% και έχουν θέσει το ρεαλιστικό στόχο του 12,5% για το 2010, τον οποίο η μελέτη της NEF θεωρεί υλοποιήσιμο.

Στην ουρά της κατάταξης βρίσκεται η Βρετανία, με τις ανανεώσιμες πηγές να καλύπτουν μόλις το 4,1% της συνολικής παραγωγής. Όπως σημειώνεται στη μελέτη, ο στόχος του 10,4% για το 2010 είναι απολύτως ανέφικτος, ενώ ο στόχος του 20% για το 2020 θα επιτευχθεί μόνο με την ανάπτυξη off-shore ανεμογεννητριών.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Η χώρα μας, γεωγραφικά και γεωλογικά, διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα σχετικά με την εκμετάλλευση των ΑΠΕ. Έτσι, συνυπολογίζοντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα που αποτελούν περίπου το 70% του συνόλου, το ποσοστό της συνολικής ενεργειακής παραγωγής της χώρας που προέρχεται από ΑΠΕ ανέρχεται σήμερα στο 11,5%. Ο στόχος για το 2020 είναι το ποσοστό αυτό να φτάσει το 20%. Ωστόσο, και οι τρεις κύριες μορφές ΑΠΕ στην Ελλάδα -υδροηλεκτρική, αιολική και ηλιακή (χρήση φωτοβολταϊκών πινάκων)- αντιμετωπίζουν προβλήματα στην προώθησή τους, με αποτέλεσμα 9 μήνες μετά την ψήφιση του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές, η αγορά να παραμένει μουδιασμένη.

Συγκεκριμένα, σχετικά με τα υδροηλεκτρικά, οι αναμενόμενες παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας συνεπάγονται μείωση της απόδοσης των έργων. Στο μέτωπο της αιολικής ενέργειας, τα μεγάλα έργα δεν προχωρούν, ενώ δεν υπάρχουν κίνητρα για τοποθέτηση ανεμογεννητριών από οικιακούς καταναλωτές. Όσο για το πολυαναμενόμενο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ, βρίθει ασαφειών, ιδιαίτερα όσον αφορά τις «ζώνες αποκλεισμού» όπου απαγορεύεται η εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Τέλος, όσον αφορά τα φωτοβολταϊκά, οι ελαφρύνσεις που προσφέρει η ΔΕΗ στους καταναλωτές που τοποθετούν πίνακες (έως 700 ευρώ) θεωρούνται ανεπαρκείς, ενώ επίσης παρατηρούνται τεράστιες καθυστερήσεις (ως και 9 μηνών) στη διαδικασία σύνδεσης των εγκατεστημένων πινάκων με το δίκτυο της ΔΕΗ.

Πηγές: Εφημερίδες, ιστοσελίδα του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας